αὐτομολήσῃ

αὐτομολήσῃ
αὐτομολήσηι , αὐτομόλησις
fem dat sg (epic)
αὐτομολέω
desert
aor subj mid 2nd sg
αὐτομολέω
desert
aor subj act 3rd sg
αὐτομολέω
desert
fut ind mid 2nd sg
αὐτομολέω
desert
futperf ind mp 2nd sg
αὐτομολέω
desert
futperf ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αυτομόληση — αυτομόληση, η και αυτομολία, η το να εγκαταλείψει ένας στρατιωτικός τη θέση του και να προσχωρήσει στον εχθρό, ή να απαρνηθεί κάποιος την ιδεολογία του και να προσχωρήσει στην αντίθετή της: Η αυτομόληση γενικά είναι μια πράξη επαίσχυντη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτομόληση — η (Μ αὐτομόλησις) η αυτομολία …   Dictionary of Greek

  • Μαντζικέρτ, μάχη του- — Μάχη (1071) μεταξύ Βυζαντινών και Σελτζούκων Τούρκων στην αρμενική πόλη του Μ., κοντά στη λίμνη Βαν. Ηγέτης του βυζαντινού στρατου ήταν ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ Διογένης (1068 1071) και των Τούρκων ο Αλπ Αρσλάν, ο οποίος κατάφερε να τον νικήσει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”